Σκειρωνις

Σκειρωνις
    Σκειρωνίς
    v. l. Σκῑρωνίς -ίδος (ῐδ) adj. f скиронова
    

Σ. ὁδός Her. — Скиронова дорога (из Афин через Мегары на Коринф);

    αἱ Σκειρωνίδες (πέτραι) Eur., Polyb. = Σκείρωνος ἀκταί


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Σκειρωνις" в других словарях:

  • Σκειρωνίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκειρωνίδα — Σκειρωνίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκειρωνίδας — Σκειρωνίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκειρωνίδες — Σκειρωνίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκειρωνίδων — Σκειρωνίς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκειρωνίσιν — Σκειρωνίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»